Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ αὐτοκράτωρ

См. также в других словарях:

  • μεγαλειότητα — και μεγαλειότης, η (ΑM μεγαλειότης, ητος) [μεγαλείος] 1. μεγαλοπρέπεια, εξοχότητα, λαμπρότητα, μεγαλείο («ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 2. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων («η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ») …   Dictionary of Greek

  • αυτοκράτορας — ο, θηλ. τειρα, και τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η) 1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας 2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά μσν. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • Ίψεν, Χένρικ — (Henrik Ibsen,Σεν 1828 – Όσλο 1906). Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια οδυνηρή παιδική ηλικία και αφού αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, το 1848, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

  • Ράνσιμαν — (Runsiman). Οικογένεια Άγγλων ιστορικών και πολιτικών. 1. Γουόλτερ. Πολιτικός (1870 – 1949). Εξελέγη βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1908), Γεωργίας (1911) και Εμπορίου (1914) και από το 1938 μέχρι τον επόμενο χρόνο, πρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

  • PASSE-TEMPS et PASSER LE TEMPS — PASSE TEMPS, et PASSER LE TEMPS i. e. tempus transigere, dicitur apud Gallos, de his qui ludô tempus ducunt; quasi optime illi tempus terant, qui per ludum et oblectationes illud transigunt. Ex Graeco διάγειν, quod Latinis est avocare. Hinc Arnob …   Hofmann J. Lexicon universale

  • REX — I. REX inter Magistratus ordinarios, primis temporibus, apud Romanos principem tenuit locum: Urbem enim Romam a principio Reges habuêre, Tacitus, Annal. initiô. In quorum creatione qui ritus fuerint observati, diximus supra, in voce Regnum.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τερζάκης, Άγγελος — (Ναύπλιο 1907 – 1979). Πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αφοσιώθηκε, όμως από νέος στα γράμματα. Διετέλεσε γενικός γραμματέας στο Εθνικό Θέατρο (1937), διευθυντής στο δραματολόγιο (1939 42), γενικός …   Dictionary of Greek

  • Царь — один из монархических титулов, равносильный титулу король (см.). В других языках нет того различия, которое русский язык делает между царями и королями, называя первым именем почти исключительно монархов древнего Востока и классического мира, a… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»